- γαμπρίζω
- γαμπρίζω, γάμπρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γαμπρίζω — [γαμπρός] 1. επιδεικνύομαι, συμπεριφέρομαι σαν γαμπρός 2. ερωτοτροπώ με κάποιον … Dictionary of Greek
γαμπρίζω — γάμπρισα, συμπεριφέρομαι σαν να θέλω να γίνω γαμπρός, ερωτοτροπώ: Πηγαίνει σε όλα τα πανηγύρια και γαμπρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαμπρολογώ — Ι. 1. παντρεύω 2. αρραβωνιάζω II. γαμπρολογούμαι ή γιέμαι 1. γαμπρίζω* 2. θέλω να παντρευτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαμπρός + λογώ (πρβλ. βλαστολογώ, βοτανολογώ, γαριδολογώ, καβουρολογώ)] … Dictionary of Greek